Εγώ εθυμούμουν σε
με τις πόρτες ανοικτές, μια πετσέτα της θάλασσας στο αυτοκίνητο που τη βάλλεις παντού τζιαι κάθεσαι.
Ήσουν πιο ζεστή, εκινούμασταν κάποτε χωρίς νεύρα, άκουες τα πουλιά τζιαι εμύριζες τα λουλούδια.
Αλλά τωρά Λεμεσός μου, εμεγαλοπιάστηκες.
Είδες την ΛΑ και Λονδίνο,
τζιαι ήβρες μιαν εικόνα σου μέσα στους ουρανοξύστες τζιαι μπετόν. Βλέπω τα τζάμια τζιαι σκέφτομαι αν έχουν μέσα ανθρώπους ή αν εν απλά για λλίους.
Για τους υπόλοιπους, εν έμεινεν χώρος.
Τα ενοίκια λαλούν σου να φύεις.
Τα σπίθκια εγινήκαν επενδύσεις.
Η θέα στη θάλασσα που πουλειέται, τζιαι κανένας εν ρωτά αν την χρειάζεσαι για να αναπνεύσεις.
Οι δρόμοι νιώθω εν μας ακούουν.
Όι γιατί εν έχει φωνές, αλλά γιατί κανένας εν ακούει.
Ο καθένας τα δικά του. Ο διπλανός σου εν πλέον ένας άγνωστος που εν θέλει να σε ακούσει καν.
Η αλληλεγγύη εν μια έννοια κάπου στον αέρα.
Το περιβάλλον… τι να πω για το περιβάλλον… μια λέξη που όποιος τη λέει στιγματίζεται.
Τζιαι τα δέντρα; Κόφκουνται για να φανεί καλύτερα το development.
Λεμεσός μου, έκαμες σσίλια πρόσωπα..
τζιαι εν εσχιει έναν καθρέφτη να σου δείξει τι εγινήκες.
Εμεγαλώσαμε τζιαι τούτη η πόλη εν μας χωρεί πλέον. Χωρεί μόνο κάτι λλίους με fancy δουλείες που τους πληρώνουν το ενοίκιο τζιαι το φαί για να τους μενουν λεφτά για aperol 18 ευρώ.
Κάμνουμε λάθη, τζιαι λαλούμε «εν πειράζει, πάμε παρακάτω».
Εν τωρά όμως το παρακάτω.
Το παρακάτω εν τζιείνος ο δρόμος που εσχεδιάστηκε φέτος, περπατάς τζιαι εν σε χωρεί. Εν το λεωφορείο που μπαίνεις τζιαι εν πιάννει κάρτα. Εν τα ζώα που εν ακόμα τζαμέ στον κήπο. Εν τα κτίρια που ππέφτουν πάνω στα πλάσματα.
Εν η βόλτα που εν μπορείς να κάμεις γιατί τζιαι το πεζοδρόμιο έγινε parking.
Εν το “εν πειράζει” που μας έφερε δαμέ,
γιατί τελικά επείραζε. Πάντα επείραζε.
Λεμεσός μου, εμεγαλοπιάστηκες.
Τζι εν σε χωρώ πια όπως πριν. Γράφω τα τζιαι γεμώνουν τα μάτια μου επειδή τούτα που ζούμε αλλάξαν τζιαι τους ανθρώπους… ζητούν παραπάνω τζιαι ποτέ εν ευχαριστιούνται.
Τζιαι απλά…
Κόφκουμε ένα εισιτήριο για έξω, ως πάρα τζι.